- προεδρεία
- η, ΝΜβλ. προεδρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεδρία — η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Α το αξίωμα τού προέδρου νεοελλ. 1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά») 2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας» ί) το αξίωμα τού Προέδρου… … Dictionary of Greek
седалище — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. καθέδρα) стул, место для сидения; престол; (ἕδρα)… … Словарь церковнославянского языка
ԳԱՀԵՐԷՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0523 Chronological Sequence: 5c, 6c, 10c գ. ԳԱՀԵՐԷՑՈՒԹԻՒՆ կամ ԳԱՀԻՐԻՑՈՒԹԻՒՆ. προεδρεία jus praesidendi, pricipatus, prima sedes Նախագահութիւն. նախապատութիւն. աւագութիւն. *Առաջնոցն առաջագոյն գոլ գահերիցութեամբ: Պիտ.: *Գահերիցութիւնք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)